συντρόφι

συντρόφι
τό
1) шутл, дружище; 2) водная оболочка (зародыша); 3) ирон. кальсоны

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συντρόφι" в других словарях:

  • συντρόφι — το, Ν [σύντροφος] 1. (υποκορ. και με θωπευτική σημ.) αγαπημένος σύντροφος 2. κοινή ονομασία τού εσώτατου υμένα που περιβάλλει το έμβρυο κατά την κύηση, το αμνίο 3. ανδρικό εσώρουχο, σώβρακο …   Dictionary of Greek

  • συντρόφι — το σύντροφος: Είμαστε από παλιά συντρόφια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»